Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Εκείνη η κοπέλα

Μια κοπέλα μόνη, λίγο χλωμή και αδύναμη, μα γεμάτη νεύρο και πάθος κάθεται δίπλα στο παράθυρο και αγναντεύει νευρική από ψηλά την απεραντοσύνη της γης, ανάμεσα απ' τα γκρίζα φουρτουνιασμένα σύννεφα, την ώρα που το αεροπλάνο στροβιλίζεται πάνω κάτω απ' τα κενά αέρος και το στομάχι της έχει γίνει ένας σφιχτός κόμπος, όπως η ζώνη ασφαλείας που την κρατάει δεμένη στη θέση της. Μόλις έχει ξυπνήσει απ' τον άχαρο ύπνο της και προσπαθεί να συγκεντρώσει τη σκέψη της. Πού είμαι; Πού πάω; Προς τα πού;

Πριν προλάβει να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις της, χωρίς να το καταλάβει μέσα στην ταραχή της, ένας μυστήριος νεαρός άντρας, γλιστράει αθόρυβα στο διπλανό κάθισμα και της πιάνει δυνατά το χέρι. Νιώθει τη ζεστασιά της παλάμης του να διοχετεύεται σε ολόκληρο το κορμί της και να λειτουργεί όπως το ισχυρότερο μυοχαλαρωτικό. Τα δάχτυλά του είναι μακρυά και απαλά. Γυρνάει και κολλάει το βλέμμα της πάνω του, είναι ψηλός, καστανόξανθος, με ένα ήρεμο χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη, κάπως γοητευτικός, μα συνάμα παράξενος. Κάπου τον είχε ξαναδεί, ίσως πολλές φορές, όμως δεν του είχε δώσει και μεγάλη σημασία, όμως τώρα, τώρα ήταν αλλιώς.

Εκείνος της ρίχνει μια καθησυχαστική ματιά και ξάφνου λες και το αεροπλάνο δεν μετεωρίζεται πια στον ουρανό, λες και πλέει στην πιο ήρεμη θάλασσα. Γέρνει προς το πλάι της και της ψιθυρίζει ορθολογικά πως το αεροπλάνο είναι το πιο ασφαλές μέσο μεταφοράς, πως δεν πρόκειται να πέσουν, πως δεν θα συμβεί κάτι κακό, πως είναι σίγουρος. Μήπως δεν τα ξέρει όλα αυτά; Τα ξέρει, μα είναι αλλιώς να στα λέει κάποιος άλλος και να σε επαναφέρει απ' την άρνησή σου. Μηχανικά ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο του και νιώθει την μυρωδιά του λαιμού του να την μεθά και να την ηρεμεί ταυτόχρονα. Μια ανατριχίλα, ένα ρίγος διαπερνά το κορμί της από άκρη σ' άκρη. Μα πώς είναι τάχα δυνατόν;

Το ταξίδι είναι πολύωρο, οι αναταράξεις και οι κραδασμοί συχνοί. Το άγχος, ο φόβος, η αναταραχή επιστρέφουν, όμως εκείνο το χέρι είναι πάντα εκεί να απαλύνει, να ενώνει, να δίνει τη λύση. Πού και πού στιγμιαία το αεροπλάνο έβγαινε από τα σκυθρωπά σύννεφα και πετούσε για λίγο αγέρωχο στον ουρανό, χωρίς να φοβάται και το ίδιο για το δρομολόγιο του, όμως σύντομα έπεφτε σε μια νέα κομπανία σύννεφων, σε μια νέα ορχήστρα κενών αέρος. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβανόταν και οι ώρες κυλούσαν και κυλούσαν και κυλούσαν, μέχρι που ο προορισμός είχε πλησιάσει πια.

Ποιος ήταν αυτός ο προορισμός, ήταν ο τελικός; Τι σημασία έχει στα αλήθεια και πώς θα μπορούσαμε άραγε να ξέρουμε τι θα σημαίνει για τον καθένα ο κάθε προορισμός; Σημασία έχει τι σου πρόσφερε αυτό το μανιασμένο, αυτό το παράξενο ταξίδι, και αυτό στάθηκε γενναιόδωρο απέναντί σου, παρότι δύσκολο. Σου χάρισε απρόσμενα ένα ζεστό χέρι και έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης μέσα σε μια ταραχώδη περίοδο. Είναι όμως άραγε αυτό αρκετό; Αυτό είναι τώρα στο δικό σου χέρι, να αξιοποιήσεις αυτήν την εμπειρία, να καλλιεργήσεις αυτό το βίωμα, να γίνει το λίπασμά σου, προκειμένου να ανθίσεις τον φοβισμένο κήπο της ψυχής σου. Μέχρι τα μπουμπούκια που κρύβονται μέσα σου να γίνουν ένας μπαξές γεμάτος χρωματιστά και μυρωδάτα τριαντάφυλλα. Και τα αγκάθια θα ρωτήσεις; Τι γίνεται με τα αγκάθια; Τα αγκάθια θα υπάρχουν πάντα, όμως ποιος νοιάζεται γι' αυτά, όταν έχει απέναντί του ένα όμορφο τριαντάφυλλο;

Η πτήση έφτασε στο τέλος της και ο μυστήριος νέος πήρε τη βαλίτσα του, της έκλεισε το μάτι, της χάρισε ένα ακόμα χαμόγελο και έφυγε, πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη. Είχε μείνει να τον κοιτάει και να αναλογίζεται, αν όντως είχε συμβεί όλο αυτό ή αν είχε κοιμηθεί ξανά και ονειρευόταν. Ίσως να πίστευε πως ούτε εκεί δεν υπάρχουν τέτοιοι μυστήριοι άνθρωποι, ποιος ξέρει; Μόνο η ίδια.

Και κάτι τελευταίο: Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος. Δεν υπάρχουν σωστοί ή λάθος άνθρωποι, σωστές ή λάθος σχέσεις, σωστοί ή λάθος προορισμοί. Το μόνο πραγματικό λάθος είναι αυτό που δεν σε δίδαξε τίποτα, που δεν σε εξέλιξε, που δεν σε άλλαξε. Και πάνω απ' όλα ποτέ μην επαναλαμβάνεις τα ίδια λάθη, γιατί ναι αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου!